πνευματικῶς

πνευματικῶς
духовно.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πνευματικῶς" в других словарях:

  • πνευματικῶς — πνευματικός of wind adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

  • επαναβεβηκότως — ἐπαναβεβηκότως (Α) επίρρ. σε υψηλότερη, πνευματικότερη έννοια, πνευματικώς («ἐπαναβεβηκότως νοῆσαι», Μ. Βασ.) …   Dictionary of Greek

  • μουχλός — ή, ό [μούχλα] 1. μουχλιασμένος 2. μτφ. αυτός που παραμένει σε αδράνεια, σε στασιμότητα, ο σωματικώς ή πνευματικώς αδρανής …   Dictionary of Greek

  • παρεσθίω — Α 1. τρώγω και κάτι άλλο εκτός από την κυρίως τροφή 2. αποσπώ με δάγκωμα, τρώγω μέρος από κάτι 3. μτφ. α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαι β) σκώπτω, πειράζω κάποιον, είμαι δηκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐσθίω «τρώω»] …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

  • υποτύπωση — η / ὑποτύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποτυπῶ/ ώνω] παρουσίαση σε σχέδιο, σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα νεοελλ. 1. (τοπογρ.) η απεικόνιση τού εδάφους, με τα οριζόντια και κατακόρυφα χαρακτηριστικά του, υπό κλίμακα, συνήθως, 1:20.000 ή 1:50.000, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ՀՈԳԵՊԷՍ — ( ) NBH 2 0112 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c, 13c, 14c մ. ՀՈԳԵՊԷՍ կամ ՀՈԳԷՊԷՍ. πνευματικῶς spiritualiter, spiritaliter. Հոգւով. ըստ հոգւոյ. հոգեւորապէս. *Հոգեպէս քննիցի. ՟Ա. Կոր. ՟Բ. 14: *Որ եւ պաշտի առ մեզ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»